Οι Γερμανοί στην Ηλεία
Το βιβλίο “Οι Γερμανοί στην Ηλεία” του Τάση Καζάζη, 372 σελίδων, αποτέλεσε την πηγή της ενημέρωσής μας για την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Περιστατικά που αναφέρονται στο χωριό μας παρουσιάζονται με έντονη γραφή. Απώτερος σκοπός, περιληπτικά, είναι να δοθεί μια εικόνα στον αναγνώστη, μια ιδέα όσον αφορά στον κατακτητή γενικότερα, που αρκετά χωριά γνώρισαν τη θηριωδία του (αντίποινα, εκτελέσεις, εμπρησμούς σπιτιών) στο Νομό.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΖΟΦΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ (Eισαγωγή)
Αύγουστος του 1943. Η Ιταλία κάμφθηκε κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των συμμαχικών δυνάμεων και άρχισε να καταρρέει. Η σκληρή τυραννία του Ελληνικού λαού από τον Ιταλό κατακτητή, η οποία διάρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια, πήρε τέλος, για να αρχίσει ευθύς μια νέα, πιο καταναγκαστική, πιο απάνθρωπη, πιο ωμή, η Γερμανική. Δύο Γερμανικές μεραρχίες βαριά εξοπλισμένες εγκαταστάθηκαν στις μεγαλύτερες Πελοποννησιακές πόλεις.
Στο νομό Ηλείας τοποθετήθηκε μια μεγάλη μηχανοκίνητη μονάδα με ανάλογη δύναμη πεζικού και επικεφαλής τον Διοικητή Χέλμουθ Χούππερτ, με έδρα Διοικήσεως τον Πύργο. Οι Γερμανοί υπολόγιζαν σε μια ενδεχόμενη απόπειρα απόβασης των Συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Έτσι, άρχισε μια ζοφερή περίοδος για τον αγρίως χειμαζόμενο Ελληνικό πληθυσμό της Πελοποννήσου, μια θυελλώδης εποχή γεμάτη ανησυχία, αβεβαιότητα και αγωνία.
Αμείλικτος και αδίστακτος ο Γερμανός, με ακρότητες ακόμα πιο τρομερές από εκείνες του προκατόχου του, έθεσε από την πρώτη στιγμή σε σκληρή δοκιμασία το λαό μας, σπέρνοντας παντού τον όλεθρο και αφήνοντας στο κάθε πέρασμά του με ανεξίτηλα γράμματα την σφραγίδα του πόνου και του μαρτυρίου.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Στυγνό δείγμα της σκαιάς θηριωδίας του έδωσε ο κατακτητής λίγες μόνο ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στο Νομό μας, που επέπρωτο να πληρώσει πρώτος από όλους τους Νομούς της Πελοποννήσου τον φόρο του αίματος.
Στις 24 Ιουλίου 1943 πυροβολήθηκε και τραυματίσθηκε ελαφρά από αντάρτες ένας Γερμανός στρατιώτης έξω από το Γεράκι. Η αντίδραση του νέου κατακτητή υπήρξε άμεση και βίαιη, γεμάτη φανατισμό και μίσος. Οι ορδές του έζωσαν το χωριό και το κατέκαψαν. Μόνο 3 από τα 130 σπίτια διέφυγαν τη μανία του. Τα υπόλοιπα 127 κάηκαν με τα υπάρχοντά τους. Επιπλέον συνέλαβαν και εκτέλεσαν επιτόπου τον πρόεδρο της κοινότητας και τον γραμματέα και ακόμη βασάνισαν επί 3 ημέρες περί τους 100 από τους κατοίκους του χωριού που συνέλαβαν. Τους μετέφεραν και τους φυλάκισαν στη Γαστούνη και χάρη στις προσπάθειες του γερμανομαθούς τότε δημάρχου Γαστούνης και του, επίσης γερμανομαθούς, Γυμνασιάρχου διέφυγαν ως εκ θαύματος τον κίνδυνο της φυλάκισής τους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, που τα είχαν μεταβάλει σε στρατόπεδα εξοντώσεως και θανάτου.
Στις 23 Αυγούστου 1943 οι Γερμανοί αφάνισαν στην κοντινή Γορτυνία, το χωριό Δόξα (Ρεντεμπούγα). Πυρπόλησαν όλα τα περίπου 200 σπίτια του, για το φόνο ενός Γερμανού νοσοκόμου από τους αντάρτες. Ευτυχώς που όλοι οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν εγκαίρως και έτσι διέφυγαν τη σφαγή.
Στις 25 Αυγούστου χειρότερη τύχη γνώρισε το κοντινό στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, χωριό Χώρες. Εξετέλεσαν αιφνιδιαστικά μέσα στην Εκκλησία του 13 αθώα ανύποπτα άτομα, ακόμη και γυναίκες, τραυμάτισαν 5 άτομα και έκαψαν 17 σπίτια, γιατί αντάρτες της περιοχής είχαν συλλάβει 2 Γερμανούς στρατιώτες και αφού τους αφόπλισαν, τους άφησαν ελεύθερους.
Η ευθύς εξαρχής ωμή αυτή και απάνθρωπη θηριωδία του Γερμανού κατακτητή στο Νομό μας, εις βάρος ανεύθυνων και αθώων ανθρώπων, προκάλεσε διάχυτα τον φόβο και τον πανικό.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΤΑΡΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΤΟΥ ΕΛΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ
Στη σκοτεινή εκείνη εποχή έκανε την εμφάνισή της στο Νομό μας η πρώτη ένοπλη αντάρτικη ομάδα του ΕΛΑΣ υπό τον Ηλείο μόνιμο Αξιωματικό του Στρατού Ταγματάρχη Ηλία Κονδύλη και εγκαταστάθηκε στο ορεινό χωριό Τσίπιανα, όπου είχε και το ορμητήριό της.
Ήταν ακόμη χωρίς οργανωμένη συγκρότηση. Ο αριθμός των ανδρών της δεν υπερέβαινε τους εβδομήντα (70) και ο οπλισμός τους ήταν πλημμελής και ανεπαρκής. Τουναντίον, οι Γερμανοί στην Ηλεία παρουσίαζαν τότε τεράστια υπεροχή σε άνδρες και σε πολεμικά μέσα. Αχαλίνωτες διαδόσεις, εντελώς ξένες προς την πραγματικότητα, διανθισμένες έντεχνα με κάθε είδους συγκλονιστικές αοριστολογίες που ικανοποιούσαν τις επιθυμίες και απηχούσαν τις προσδοκίες του λαού μας, οργίαζαν και τροφοδοτούσαν συνεχώς την κοινή γνώμη, προκαλώντας διάχυτα συγκίνηση και αισιοδοξία.
Τα πρώτα λοιπόν ανταρτικά συνθήματα στο Νομό μας του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), που σαν μια συνεχής υπόμνηση ξεχύνονταν βραχνά και αδιάκοπα από τους τηλεβόες της μικρής ομάδας του Κονδύλη πάνω στις απόκρημνες πλαγιές του Ερυμάνθου και αντιλαλούσαν σε όλες τις περιοχές σαν εγερτήριο σάλπισμα, τα υποδαύλιζαν και τα φλόγιζαν ελπιδοφόρα μηνύματα που κορύφωναν τον ενθουσιασμό του λαού και τον παρακινούσαν να ανταποκριθεί στο Εθνικό, όπως έλεγαν, προσκλητήριο.
Δεν είχαν γίνει ακόμα στην ορεινή Ηλεία, και σε μεγάλο μέρος της πεδινής υπαίθρου, αντιληπτοί οι πολιτικοί σκοποί του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και δεν είχαν από κανέναν επισημανθεί και κοινολογηθεί οι προθέσεις και οι επιδιώξεις του, που ο χρόνος σιγά-σιγά τις αποκάλυψε. Κανείς δεν ήξερε τότε τι εκπροσωπούσε. Έτσι, όλοι έβλεπαν την ενίσχυση του ΕΛΑΣ σαν εθνικό χρέος και για αυτό αρχικά παρατηρήθηκε, στην ορεινή ιδίως ύπαιθρο, μια αυθόρμητη και σχεδόν παλλαϊκή συμμετοχή, ένα παλλαϊκό ξεκίνημα στην αντιστασιακή εξέγερση, χωρίς διχασμένους ιδεολογικούς προσανατολισμούς ή πολιτικές πεποιθήσεις. Ο πληθυσμός αυτών των περιοχών, αποκομμένος και απομονωμένος από κάθε επικοινωνία με τα κέντρα, χωρίς καμιά ενημέρωση, έμεινε ακατατόπιστος και απροσανατόλιστος και δεν μπορούσε ποτέ με τα μέτρα της απλής λογικής να διανοηθεί ότι επρόκειτο περί οργανώσεως με αριστερές κατευθύνσεις, όταν μάλιστα όλες οι πληροφορίες που συστηματικά διοχετεύονταν, έφεραν ως ηγετικά στελέχη της ανωτάτους Έλληνες αξιωματικούς με ένδοξη προϊστορία, τα ονόματα των οποίων εντυπωσίαζαν και ασκούσαν ηθική επιρροή, ακόμα δε και πολιτικές προσωπικότητες που είχαν ξεχωριστή θέση στην πολιτική ζωή του τόπου μας, και που το άσπιλο ηθικό και εθνικό παρελθόν τους ενέπνεε σεβασμό, πίστη και εμπιστοσύνη. Έτσι ο κόσμος, απαλλαγμένος από κάθε δυσπιστία και επιφύλαξη, κυριαρχούνταν από ακράτητο αντιστασιακό μένος, που με μιας αναβίωσε στη συνείδησή του, σαν ιστορικές παραδόσεις, τους θρύλους των αρματωλών και κλεφτών του 1821, και φλεγόταν να συμβάλλει στο κήρυγμα της Εθνικής, όπως πίστευε, εξόρμησης όπως και όσο καλύτερα μπορούσε δίδοντας το “παρών” του στην ιερή προσταγή “Να διώξουμε τον κατακτητή”.
Ζούσαμε μια ιστορική εποχή. Όλοι μας θέλαμε να βοηθήσουμε ο καθένας ανάλογα με τη θέση του και την αποστολή του. Ελάχιστοι ήσαν όσοι από το φόβο των αντιποίνων, ή από κάποια διορατικότητα, ή ακόμα από καιροσκοπισμό, αμφιταλαντεύονταν να πάρουν κάποια θέση, και για αυτούς νοιώθαμε μια βαθιά αποστροφή.
Αλλά το ξαφνικό αυτό λαϊκό ξεσήκωμα στο Νομό μας, το γεμάτο πατριωτικό ενθουσιασμό, προσέφερε διάπλατα στόχο στις εχθρικές διαθέσεις του κατακτητή που επεδίωξε από την πρώτη στιγμή να το πνίξει “εν τη γενέσει του”. Με τη συναίσθηση λοιπόν της ισχύος που τον κατείχε, επεδίωξε να αντιδράσει αποτελεσματικά για να θέσει και διατηρήσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του την ύπαιθρο, και προς τον αντικειμενικό αυτό σκοπό έκαμε πολλές φορές επίδειξη των δυνάμεών του, πραγματοποιώντας συχνές θηριώδεις εξορμήσεις με πολυάριθμο στρατό και μηχανοκίνητα οχήματα στα ορεινά μέρη, θέτοντας σε εφαρμογή σκληρές, απάνθρωπες και καταπιεστικές μεθόδους, που καθιστούσαν δύσκολη, αγχώδη, ακόμα και δραματική τη ζωή του λαού μας.
Γερμανικές προκηρύξεις κυκλοφορούσαν στην Ελληνική γλώσσα και προειδοποιούσαν για τα δεινά επακόλουθα που ανέμεναν τον Ελληνικό πληθυσμό σε περίπτωση που παρέβαινε τις Γερμανικές διαταγές.
Κηρύγματα εθνικής έξαρσης που γαλβάνιζαν τις ψυχές του λαού μας, εξαπέλυαν τα “χωνιά” των ανταρτών: “Αδέρφια βοηθάτε τον αγώνα μας, για τη λευτεριά και το ξεσκλάβωμα”. Από την άλλη βρυχόνταν οι Γερμανοί: “Μην μας πειράζετε, γιατί θα σας αφανίσουμε και εσάς και τα υπάρχοντά σας”.
“Χτυπάτε το κατακτητή” πρόσταζαν οι αντάρτες. “Δια κάθε τραυματισμένον ή τουφεκιζόμενον Γερμανό αξιωματικόν ή στρατιώτη θα τουφεκίζεται ένας αριθμός Ελλήνων τον οποίον θα θεωρώ ανάλογον” απαντούσαν οι Γερμανοί με αλλεπάλληλες προκηρύξεις, που κατά κόρον επαναλαμβάνονταν από τις στήλες της εφημερίδος ΠΑΤΡΙΣ Πύργου της 4ης έως και της 8ης Ιανουαρίου 1944. Η δε γενική διαταγή, που χωρίς κανένα ηθικό δισταγμό υπέγραψε και εξέδωσε την 16-9-1941 ο αρχηγός της ανωτάτης Γερμανικής Διοίκησης Στρατάρχης Κάιτελ, επέβαλε αντίποινα για το φόνο κάθε Γερμανού στρατιώτη την ποινή του θανάτου σε 50-100 “Κομμουνιστάς”, όπως αποκαλούσαν όλους τους εκτελουμένους.
Τρόφιμα και κατάλυμα ζητούσαν τα ανταρτικά σώματα στα ορεινά μέρη που διέμεναν. “Χωριά τα οποία παραχωρούν κατάλυμα εις συμμορίτας τινάς ή συμμορίας ολοκλήρους, βοηθούν ή διευκολύνουν αυτούς υπό οιανδήποτε μορφή, θα εξολοθρεύονται παντελώς. Το αυτό ισχύει και δια τα χωριά και την περιφέρειά των από όπου θα πυροβολούνται Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώται”, προειδοποιούσε επί λέξη απειλητικά η ωμή προκήρυξη του κατακτητή που με χτυπητά γράμματα, πρόβαλλε εντυπωσιακά στα προαναφερθέντα φύλλα της “ΠΑΤΡΙΔΟΣ” το πρόγραμμα της καταστροφής και της ερήμωσης. Περίοδος σκοτεινή και τρικυμιώδης. Κατάσταση τεταμένη και καταπιεστική, που διαγραφόταν από μέρα σε μέρα όλο πιο θολή και πιο ηλεκτρισμένη. Ζούσαμε μέσα σε μια διαρκή σύγχυση και υπερένταση. Ο φόβος και η αγωνία μας ακολουθούσαν παντού και είχαν γίνει ένα καθημερινό, σχεδόν μόνιμο, καθεστώς.
ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Διέμενα εκείνη την εποχή, όπως και κατά το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχικής περιόδου μαζί με την οικογένειά μου στη γενέτειρά μου Λαμπεία, περισσότερο γνωστή με το αρχοντικό της όνομα Δίβρη.
Διακατεχόμενος από τη σφοδρή επιθυμία να να μην υστερήσω να συμμετάσχω στα προσκλητήρια της Εθνικής, όπως πίστευα, επιταγής που ελάμβανε χώρα στην περιοχή της γενέτειράς μου, με την εμφάνιση των πρώτων πυρήνων αντιστάσεως υπό τον Ταγματάρχη Κονδύλη και νοιώθοντας πως υπηρετούσα έναν ιδανικό σκοπό, επεδίωξα και ήρθα σε προσωπική επαφή μαζί του. Συναντηθήκαμε στο χωριό Αγία Κυριακή (Κερτίζα), δύο ώρες μακριά από τη Δίβρη, στο σπίτι του κουμπάρου μου Αντώνη Αντωνόπουλου. Μαζί του ήταν και ο γιατρός Αντώνης Πετραλιάς, πρώην Δήμαρχος Αμαλιάδος, κατόπιν Βουλευτής Ηλείας και, εν συνεχεία, Αντιπρόεδρος της Βουλής, καταγόμενος από τη Δίβρη, της γνωστής οικογένειας των Πετραλιάδων, από τους πρώτους πυρήνες της αντιστασιακής κινήσεως του ΕΑΜ στο Νομό μας.
Από την μεταξύ των τριών μας συζήτηση αισθανόμουν ευτυχής που διαπίστωσα ότι θα μπορούσα να προσφέρω μια πολύ μεγάλη εθνική υπηρεσία στον αγώνα της Πατρίδος μας, αν κατόρθωνα να αποσπώ από τους άνδρες των μηχανοκίνητων γερμανικών κλιμακίων που έρχονταν καθημερινώς στη Δίβρη από τον Πύργο, χρήσιμες πληροφορίες για τις κινήσεις και τις προθέσεις τους, και εν συνεχεία να τις διαβιβάζω στον Κονδύλη.
Έτσι επέστρεψα στη Δίβρη φλεγόμενος από την επιθυμία να την φέρω το συντομότερο σε καλό τέλος. Βασικές ελπίδες για την ευόδωση των επιδιώξεών μου στήριζα στη γνώση της γερμανικής γλώσσης που την κατέχω και ακόμα -το και σπουδαιότερο- της νοοτροπίας της ψυχοσύνθεσης και των εθίμων του γερμανικού λαού που τα απέκτησα κατά την παραμονή μου στη Γερμανία.
Πλησίαζα λοιπόν τους επί κεφαλής των μηχανοκινήτων κλιμακίων που έρχονταν στη Δίβρη και αποτελούνταν από 6-8 βαριά οπλισμένους άνδρες, τους πρόσφερα καφέ και το πατροπαράδοτο στα ορεινά μέρη “Τσίπουρο”, που έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση, και με αυτές τις φιλοφρονήσεις που ήσαν άγνωστες στη γερμανική εθιμοτυπία, προσπαθούσα να κερδίσω την εύνοιά τους για να επισημάνω και να “εκμαιεύσω” τις επιδιώξεις τους.
Αυτή η επαφή μου, που με ελληνική συνείδηση, εθνική ευθύνη και αίσθημα καθήκοντος πραγματοποιούσα, με μόνο κριτήριο την εξυπηρέτηση της εθνικής μας υποθέσεως, είχε μια κάποια αποφασιστική επίδραση στην πορεία των γεγονότων της περιοχής, της γεμάτης σύγχυση και αναταραχή εκρηκτικής εκείνης εποχής, και συνετέλεσε επιτυχώς σαν ανασχετικός παράγων για την χαλάρωση και τον κατευνασμό των ωμών διαθέσεων του κατακτητή, που υποκινούνταν κυρίως από την μαρτυρική πάλη του λαού μας εναντίον της μανίας του. Αποσόβησε πολλές φορές επικίνδυνες εκδηλώσεις του, που σε επανειλημμένες περιπτώσεις θα είχαν ασφαλώς δραματικές σε ολόκληρη την περιοχή επιπτώσεις, όπως θα διαπιστωθεί κατά την απολύτως αντικειμενική εξιστόρηση των εκάστοτε συμβάντων, και αναχαίτισε ανεπιθύμητες προθέσεις του εναντίον των κατοίκων της περιοχής, εις ουδένα των οποίων αρνήθηκα την στοργική συμπαράστασή μου, ακόμη και τότε που αυτό δεν ήταν απηλλαγμένο ευθυνών και κινδύνων για μένα. Αυτήν ακριβώς την γραμμή τήρησα, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, και όταν μετά από λίγους μήνας επιστρατεύθηκα και ανέλαβα τη διοίκηση του δήμου Λετρίνων (Πύργου).
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΑΜΠΟΤΑΖ
Το απόγευμα της 13ης Αυγούστου 1943 μια μικρή ομάδα από 7-8 αντάρτες υπό τον Πάνο Πετρόπουλο ή Καπετάν Καραλή, προερχόμενοι από Καλάβρυτα, περιήλθε στα χωριά της ορεινής Ηλείας, Δίβρη, Αστρά, Ορεινή και Τριπόταμα, και ειδοποίησε τους κατοίκους να παρευρεθούν περί το τέλος της ημέρας σε ορισμένα σημεία κατά μήκος του δρόμου Τριπόταμων-Δίβρης-Πύργου, και να φέρουν μαζί τους αναγκαία εργαλεία για να “φράξουμε και να χαλάσουμε το δρόμο, να μην μπορούνε να περνούνε τα γερμανικά μηχανοκίνητα”.
Στην περιοχή της Λαμπείας με τις εκτεταμένες δολιοφθορές (κλείσιμο δρόμου από ογκόλιθους με σκοπό να καταστεί αδύνατη η κυκλοφορία των μηχανοκίνητων γερμανικών στρατιωτικών μονάδων από Πύργο προς Δίβρη) κατά του Γερμανού κατακτητή δημιουργήθηκε το πρώτο σαμποτάζ των ανταρτών στην Πελοπόννησο.
Το πρόβλημα που μας απασχολούσε τώρα ήταν το τι θα έκαναν οι Γερμανοί, γιατί όλοι συμφωνούσαμε ότι οι Γερμανοί θα έκαναν κάτι εναντίον μας. Ανταλλάξαμε αρκετές γνώμες μεταξύ μας αλλά καμιά δεν μας ικανοποιούσε. Ερρίφθη η πρόταση να εγκαταλείψουμε το χωριό και να “τραβήξουμε” για τους αντάρτες. Σκέψη όχι ισορροπημένη, γιατί τι θα γίνονταν τα γυναικόπαιδα; Ήσαν σκέψεις της στιγμής γεμάτες αντιθέσεις, βασισμένες σε εσφαλμένες αντιλήψεις που πηδούσαν από το ένα θλιβερό πρόβλημα στο άλλο και μας απομάκρυναν, αντί να μας φέρουν πιο κοντά στην τραγική πραγματικότητα που αντιμετωπίζαμε. Τελικά αποφασίσαμε να συζητήσουμε το επίμαχο θέμα με τους κυρίους αυτουργούς, τους αντάρτες δηλαδή που βρισκόταν ακόμα στη Δίβρη.
Τους συναντήσαμε στο Ξενοδοχείο του κουμπάρου μου Γεωργίου Χ. Κοσμοπούλου, να εορτάζουν τα επινίκια. Τραγουδούσαν και γλεντούσαν γεμάτοι χαρά και περηφάνια για το μεγάλο επίτευγμά τους. Ο αρχηγός τους Καπετάν Καραλής (συνελήφθη μετά τινά χρονικόν διάστημα από άλλες αντάρτικες ομάδες και εξετελέσθη ως αντιδραστικός) έφερε όπλο “μάνλιχερ”, οι υπόλοιποι 6-7 είχαν αναχρονιστικό οπλισμό με φθαρμένα τυφέκια “γκράδες”.
– Σεις παιδιά κάνατε τη δουλειά σας, τους είπαμε, αλλά τώρα τι θα γίνει; Τι θα γίνουμε εμείς αν έρθουν οι Γερμανοί;
– Ω, μη φοβάστε, μας απαντά σοβαρός και βαρύς ο Καραλής, δεν μπορούνε να περάσουν, οι δρόμοι είναι όλοι χαλασμένοι και κατά τον Πύργο και κατά τα Μαζέικα. Τους χαλάσαμε να μην μπορούν να έρχονται οι Γερμαναράδες και να παίρνουν τα γιδοπρόβατα του κοσμάκη.
Πίστευε ότι κάτι το πολύ σοβαρό είχε κατορθώσει.
– Μείνετε ήσυχοι, συνέχισε, δεν πρόκειται να σας ξαναπειράξουν και, αν πούνε να κάνουν επάνω, θα τους τσακίσουμε, ας είναι καλά… Και έδειξε περήφανα το όπλο του. “Θα τους φάμε”.
Τολμηρά και ευφάνταστα λόγια, κενά σε περιεχόμενο, άσχετα και με τη στοιχειώδη ακόμη λογική. Διέκρινα ότι δεν τους απασχολούσε όσο και όπως έπρεπε η υπόθεσή μας.
– Εκτιμώ την ανδρειοσύνη σας και τον πατριωτισμό σας, είπα στον καπετάν Πάνο, αλλά δεν πρέπει να ξεγελάμε τον εαυτό μας και να μένουμε ήσυχοι πως οι Γερμανοί δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Το ξέρετε και εσείς και εμείς πολύ καλά ότι έχουν τα μέσα να διορθώσουν τις ζημιές και να περάσουν και τότε… γράψετε αλίμονο σε εμάς.
Για την τελευταία περίπτωση δεν έδειχναν και τόση ευαισθησία. Τουναντίον μιλούσαν ατάραχοι και μερικοί σιγοτραγουδούσαν με την αγωνία μας. Με άκαμπτη επιμονή υπεστήριζαν ο ένας μετά τον άλλον πως “οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να περάσουν”. Δεν παρέλειψε ένας να μας αποκαλέσει κατ’ επανάληψη δειλούς γιατί δεν συμφωνούσαμε με τις απόψεις τους και άλλος να αποτολμήσει απαράδεκτες εκφράσεις.
Την πρότασή μας να επανορθώσουμε τις ζημιές του δρόμου την απέρριψαν με αγανάκτηση και φοβέρες.
– Όσοι φοβάστε ελάτε κοντά μας, επαναλάμβαναν διαρκώς και, σε ερώτησή μου τι θα απογίνουν τα γυναικόπαιδα, ένας από αυτούς σήκωσε τους ώμους του με τρόπο που έδειχνε ότι του ήταν αδιάφορο. Ακολούθησαν και άλλες ανάλογες ανταλλαγές απόψεων και όλοι μαζί τους θέσαμε κατά κάποιο τρόπο προ των ευθυνών των για ό,τι κακό θα μας συνέβαινε από τους Γερμανούς και έπειτα από όλα αυτά υπεδείχθη από τον κουμπάρο μου Κοσμόπουλο: Να φύγει ο Καπετάν Καραλής με τα παλληκάρια του από το χωριό και κατόπιν να… “επέμβω” εγώ στους Γερμανούς και να δικαιολογήσω τα πράγματα. Άστοχη υπόδειξη. Τόσο απλοποιημένο έβλεπε το ζήτημα.
Ο πάντα εφευρετικός και έξυπνος μακαρίτης Κώστας Αγγελόπουλος πήρε το λόγο:
– Βρήκα τον κόμπο! Θα γράψεις ένα γράμμα στους Γερμανούς, είπε απευθυνόμενος σε εμένα, και θα τους λες ότι ήρθαν αντάρτες από άλλα μέρη και μας χάλασαν τους δρόμους. Να λάβετε γνώση.
– Τον βρήκες τον κόμπο αλλά δεν τον έλυσες, του είπα χαμογελώντας και εγώ για την αφελή ιδέα που έριξε, γιατί πρώτα πρώτα τι θα πουν τα παλληκάρια (και έδειξα τους παριστάμενους αντάρτες) αν γράψω στους Γερμανούς; Και έπειτα μη τους θεωρείς τόσο κουτούς τους Γερμανούς να πιστέψουν τέτοια πράγματα.
– Εμείς, λέει ο Καραλής ,δεν έχουμε καμία αντίρρηση να γράψεις, αν πρόκειται να δικαιολογηθείτε για να μην σας πειράξουν. Έτσι και έτσι θα το μάθουν πως χαλάσαμε το δρόμο, τι τώρα τι ύστερα, δεν μας μέλλει εμάς.
Εν περιλήψει, στη συνέχεια ο Καζάζης γράφει ένα γράμμα με ψέμματα, ότι τη νύχτα μια μεγάλη δύναμη ανταρτών από άλλη άγνωστη περιοχή κατέβηκε και ενήργησε το σαμποτάζ, χωρίς κανένας από τους κατοίκους της Δίβρης και της περιφέρειας να τους βοηθήσει, δυστυχώς όμως και χωρίς να μπορεί να τους εμποδίσει, γιατί ήταν οπλισμένοι και ότι το γράμμα το στέλνει εν αγνοία των ανταρτών για να λάβουν γνώση του γεγονότος, προκειμένου να παραδοθεί στο Γερμανό Διοικητή, το οποίο παραδόθηκε και κατέφθασαν αλλόφρονες οι Γερμανοί και με την απειλή των όπλων. Εκτυλίχθηκαν σκηνές αλλοφροσύνης, στιγμές φρίκης και απελπισίας, μέχρι που πείστηκε ο Γερμανός ότι το χωριό δεν είχε σχέση με το σαμποτάζ. Παράλληλα ο Γερμανός Διοικητής τον ρώτησε πώς γνωρίζει τόσο καλά την Γερμανική γλώσσα και του έκανε πρόταση να δεχθεί να τον προσλάβουν με ικανοποιητικές αποδοχές διερμηνέα της Διοίκησης, την οποία δεν αποδέχτηκε γιατί θα μπορούσαν να θίξουν ακόμα και να κηλιδώσουν την εθνική του αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια.
Η πρώτη αυτή αντιστασιακή επιχείρηση στο Νομό μας κατά των Γερμανών που αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε χωρίς προγραμματισμό, χωρίς πραγματικό περιεχόμενο και απέβη χωρίς καμιά στρατιωτική σημασία. Θα μπορούσαν να κατηγορηθούν αυτοί που συνέβαλαν και εφάρμοσαν το σχέδιο (ο Καπετάν Καραλής και τα παλικάρια του) για στρατιωτική ανεπάρκεια. Εν τούτοις, είχε ως αποτέλεσμα να ηλεκτρίσει το αντιστασιακό μένος των κατοίκων της ορεινής περιοχής του Νομού μας και να επισημάνει τις διαθέσεις του κατακτητή, που σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν ωμές και βάρβαρες.
Ανάληψη δημαρχιακών καθηκόντων
Στις 2 Δεκεμβρίου 1943 του ανατίθενται τα καθήκοντα Δημάρχου Πύργου μέχρι επιστροφής του Ι. Βακαλόπουλου που ζούσε στην Αθήνα.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 και ώρα 11:00 π.μ. παρουσία του Νομάρχη και του Μητροπολίτη Αντώνιου ορκίζεται.
Στη συνέχεια, μαζί με το Νομάρχη και τον Μητροπολίτη Αντώνιο, εργάζονται σκληρά για να αποφευχθούν αντίποινα από τους Γερμανούς σε συλληφθέντες του Νομού που προέκυψαν από τις εκτελέσεις Γερμανών.
ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Τον Αύγουστο του 1944 που βρισκόμουν στην Αθήνα για υποθέσεις του Δήμου με αναζήτησαν συμπολίτες και μερικοί από τα γύρω χωριά που είχαν αποκλειστεί στην Αθήνα για περίπου 2 μήνες, γιατί οι Γερμανοί δεν χορηγούσαν άδειες αναχώρησης, ώστε να επανέλθουν στον τόπο τους. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν δεινή οικονομική κατάσταση και σε μεγάλη στενοχώρια.
Παρουσιάστηκα στον ανώτερο Στρατιωτικό Διοικητή με το κύρος του Δημάρχου και του παράστησα σε ποια οικτρή κατάσταση είχαν αυτοί περιέλθει και έτσι εδέχθη και διέταξε να διατεθεί ειδική αμαξοστοιχία που τους μετέφερε όλους εδώ. Ήταν πάνω από 200 άτρομα, εκ των οποίων πολλοί συμπολίτες μας και οι άλλοι από την περιφέρεια. Θυμάμαι τους: Διονύσιον Γρηγορόπουλον, πιλοποιό της περιοχής, Τρύφωνα Μαλεβίτη, Ευστάθιον Κυριακόπουλον, Αθηνά Π. Τσεκλένη, Αλεξάνδρα Άλκη Μπαντούνα, κατοίκους Πύργου και Σωτήριον Παυλόπουλον από το Κολίρι.
Το αξίωμα του Δημάρχου και ο Οσάνν
Ένα σοβαρό παράγοντα στη διατήρηση ευνοϊκών προς το συμφέρον μας σχέσεων με τις γερμανικές αρχές, απετέλεσε το ίδιο το αξίωμά μου. Ο Δήμαρχος στη Γερμανία στέκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο, ασκεί εξουσία, διαθέτει τεράστιο κύρος και οντότητα, έχει μεγάλη επιρροή, είναι περιβεβλημένος με πολλές αρμοδιότητες και πολλά διακαιώματα και αναγνωρίζεται ως εξέχουσα προσωπικότης στην οποία οι πάντες τρέφουν εκτίμηση και σεβασμό. Αποτελούσε λοιπόν όχι συνηθισμένο γεγονός για τους Γερμανούς το ότι συναναστρέφονταν το Δήμαρχο και συνέτρωγαν μαζί του σαν προσκεκλημένοι του, έστω και αν ο Δήμαρχος ήταν Έλληνας, γιατί δεν έπαυε να είναι Δήμαρχος. Ούτε μπορούσαν να διανοηθούν πως ο Δήμαρχος που μόνο και μόνο στο άκουσμα της λέξεως “Μπίργκερμαϊστερ” έδειχναν σεβασμό, θα έπεφτε στο επίπεδο να επιδιώξει να τους παραπλανήσει σε κάτι, ή πως δεν θα στεκόταν ειλικρινής απέναντι στο σωστό και την αλήθεια.
Τον πρωτεύοντα πάντως ρόλο στην άκρως ενδοτική στις απαιτήσεις μου συμπεριφορά τους απέναντί μου έπαιξε αναμφισβήτητα η γνωριμία μου με τον Συνταγματάρχη Οσάνν, που την καλλιέργησα σε τέτοιο βαθμό ώστε στάθηκε αποφασιστικός σταθμός, σε όλες τις μετέπειτα εξελίξεις όπως θα δούμε κατά την εξιστόρηση των διαδραματισθέντων. Όμως αισθάνομαι υποχρέωση να θυμάμαι με αίσθημα ευγνωμοσύνης τον Γερμανό αυτόν Αξιωματικό για ό,τι και για όσα δεν συνέβησαν εδώ, χάρις στη διακριτική μεταχείρισή μας και την μέχρι παρεξηγήσεως από τους κατωτέρους του και ανωτέρους του, άκρως ευμενή και άμετρα επιεική στάση του απέναντί μας που, από την αρχή μέχρι τέλος της εδώ διοικήσεώς του, τήρησε για την πόλη μας και την περιοχή και η οποία απέβη σωτήρια και επέδρασε με τρόπο ώστε παρά τις τόσες και όσο σοβαρές αφορμές θα δούμε στα καθέκαστα γεγονότα, δώσαμε στους Γερμανούς να εξέλθουμε από την τραγωδία της Δάμιζας και της Κεραμιδιάς χωρίς άλλες δοκιμασίες.
Οι διαταγές του προς τις εδώ στρατιωτικές μονάδες απεσόβησαν ανεπανόρθωτες συμφορές που πολλές φορές μας απείλησαν. “Ό,τι και αν συμβεί στον Πύργο”, είπε παρουσία μου σε τόνο διαταγής στον εδώ στρατιωτικό Διοικητή λοχαγό Φουνκ, “και προκειμένου να υπάρξει περίπτωσις επιβολής κυρώσεων, δεν θα προβείς σε καμιά ενέργεια προτού με ενημερώσεις”.
Αλλά και ο καλός μας Φρούραρχος έφεδρος υπολοχαγός, διδάσκαλος στην ιδιωτική του ζωή, Γουλιέλμος Σλάιφ, κατέβαλε πάντοτε πολλές προσπάθειες να μας εξυπηρετήσει οτιδήποτε εξαρτιόνταν από την υπηρεσία του, ακόμη δε και να δικαιολογεί διάφορες παρεκτροπές μας με συνεπίκουρό του, τον έφεδρο ταγματάρχη Διοικητικό σύμβουλο Τσίρτζον. Ο Σλάιφ και ο Τσίρτζον δεν είχαν βέβαια καμία δικαιοδοσία στο να επιβάλλουν κυρώσεις για εμπρησμούς, συλλήψεις, φυλακίσεις, εκτελέσεις κλπ., εκτός όταν επρόκειτο να εκτελέσουν διαταγές του Στρατηγείου που προέβλεπαν κυρώσεις μόνο σε περιπτώσεις σαμποτάζ. Άλλως περιορίζονταν στα καθαράς διοικητικής φύσεως ζητήματα (άδειες μετακινήσεως, έκδοση ταυτοτήτων, λογοκρισία του τύπου, άδειες τροφίμων). Πολύ λίγες φορές αντιμετώπιζα άρνηση και αδιαλλαξία εκ μέρους του.
Δικαίωμα επί στρατιωτικής φύσεως θεμάτων στον Πύργο και στην περιοχή είχε ο λοχαγός Φουνκ, Στρατιωτικός Διοικητής Πύργου, που ήταν ψυχρός και αδιαπέραστος, και ο οποίος εξαρτιόταν από τον συνταγματάρχη Οσάνν.
Αλλά το επιστέγασμα όλων απετέλεσε η μετά του Μητροπολίτου Αντωνίου και του Νομάρχη Νικολάου Κουράση εναρμόνιση των προσπαθειών και ενεργειών μας, που εξαντλητικά κατεβλήθησαν με σκοπό την αποτροπή τυχόν δοκιμασιών και δεινών που απειλητικά και συνεχώς πλανούνταν πάνω από το νομό μας και υποκινούνταν από τους Γερμανούς και τους αντάρτες.
Συνταγματάρχης Βίκτωρ Οσάνν
Νομάρχης Κουράσης, Μητροπολίτης Αντώνιος, Δήμαρχος Τάσος Καζάζης
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Μεγαλοπρεπής ο Μητροπολίτης Αντώνιος Πολίτης, επιβλητικός, δεινός χειριστής του λόγου, (το κήρυγμά του συνάρπαζε πολλές φορές μέχρι δακρύων), άφθαστος ιερουργός με το ταλαντούχο φωνητικό του μεγαλείο και την αρτιότατη μουσική του κατάρτιση, υπήρξε μια δεσπόζουσα εκκλησιαστική μορφή που ασκούσε παντού μεγίστη επιρροή.
Καθ’ όλο το διάστημα της τετραμήνου (από του Δεκεμβρίου 1943 έως και τον Μάρτιο 1944) στενότατης καθημερινής μας επαφής μας έδωσε κατ’ επανάληψη, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, τον εαυτό του για την ιερή υπόθεση που από κοινού μαζί με τον Νομάρχη Κουράση αναλάβαμε. Προκειμένου δε να εξυπηρετήσω ιστορική πραγματικότητα και να ανταποκριθώ απροκάλυπτα στην ιστορική αλήθεια, οφείλω με απόλυτη αντικειμενικότητα να υπογραμμίσω ότι δεν διαθέτω κανένα στοιχείο και δεν έχω κανένα δεδομένο που να μπορώ να στηρίξω μια κάποια αιτίαση πως κατά το διάστημα αυτό ακολουθούσε αριστερές δοξασίες όπως πολλοί του αποδίδουν. Ουδέποτε (αναφέρομαι πάντα σε το αυτό χρονικό διάστημα) αντιλήφθηκα συγκεκριμένη ενέργειά του ούτε καν πρόθεσή του που, έστω και στο παραμικρό, απέβλεπαν σε αριστερές κατευθύνσεις. Τουναντίον μάλιστα κατ’ επανάληψη τον άκουσα να υψώνει τη φωνή του με βίαιες επιθέσεις σε βαρείς χαρακτηρισμούς κατά των ανταρτών, λόγω των προβλημάτων που συχνά δημιουργούσαν και που πολλές φορές μας έφεραν σε αδιέξοδο. Βεβαίως έγιναν επαφές με υπεύθυνους αριστερών οργανώσεων, πλην όμως αυτές ήταν εκ των πραγμάτων αναγκαίες και επιβεβλημένες γιατί με αυτό το τρόπο επιδιώχθηκε και πολλές φορές επιτεύχθηκε η, κατά ένα ποσοστό, χαλιναγώγησή τους, όταν οι προκλήσεις τους θα είχαν σαν αποτέλεσμα την επιβολή εξοντωτικών αντιποίνων που, συστηματικά και στην ολότητα των περιπτώσεων, εφάρμοζε ο κατακτητής σε βάρος του αθώου πληθυσμού. Όπως ασφαλώς θα είχε συμβεί και εξαιτίας της συλλήψεως των εννέα Γερμανών στρατιωτών κοντά στην Αρχαία Ολυμπία εάν δεν πραγματοποιούνταν η επαφή μας με τον Ηλία Κονδύλη, που συνέβαλε στην απόλυσή τους και αποφεύχθησαν έτσι τραγικότερα ακόλουθα που απείλησε ο Οσάνν.
Ομολογώ δε ότι για μένα αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ζωής μου το γεγονός της αναχωρήσεώς τούτο οποίον αιφνιδιαστικά μου γνώρισε ο Νομάρχης ευθύς ως επανήλθα από την Αθήνα στις 24 Μαρτίου 1944, με τη φράση “Ο Δεσπότης έφυγε”, και αυτό το απροσδόκητο διάβημά του μας έφερε σε δεινή θέση έναντι των Γερμανών.
Ο Νομάρχης Νικολ. Κουράσης (Σελίδα: 154)
Το δεύτερο μέρος της τριανδρίας, ο Νομάρχης Νικόλαος Κουράσης, επωμίσθηκε βαρύτατες ευθύνες σε μια εφιαλτική περίοδο και σε στιγμές πολύ κρίσιμες για τον τόπο και πρέπει απροκάλυπτα να τονισθεί ότι ανεδείχθη αντάξιος της αποστολής που η Πολιτεία του εμπιστεύθηκε.
Ευέλικτος όσο το απαιτούσε το πνεύμα της εποχής, βρισκόταν σε φιλικές επαφές λόγω θέσεως με όλους τους εδώ πολιτικούς παράγοντες, ο κάθε ένας εκ των οποίων τον διεκδικούσε υπέρ αυτού. Ενθουσιώδης ενίοτε μέχρι παραφοράς, αξίωσε κάποτε από τον γράφοντα, δηλώνοντας ότι αναλαμβάνει την ευθύνη των λόγων του, να αποδώσει “πιστά” όπως τόνισε στη Γερμανική γλώσσα, ελλείψει Γερμανού διερμηνέα, ενώπιον προσκεκλημένων του σε γεύμα Γερμανών υπαξιωματικών και υπαλλήλων της Νομαρχίας, πρόποσή του στην οποία, μεταξύ άλλων σχετικών, έλεγε και τα εξής:
– Αρχίζει ήδη να διαφαίνεται στον Ελληνικό ορίζοντα η χαραυγή της ελευθερίας και της αλήθειας. Και ο γράφων άφωνος προς στιγμή και κατάπληκτος, μαζί με τους τρομοκρατημένους Νομαρχιακούς, μετέφρασε πιστά:
– Ιδιαίτερη χαρά αισθάνεται ο κύριος Νομάρχης γιατί τιμήσατε το γεύμα του με την παρουσία σας. Προικισμένος με σπάνια διοικητικά προσόντα, παρουσίαζε θαυμαστή ευστροφία στις σκέψεις και στις αποφάσεις του και δεν έλλειπε η σε μεγάλο βαθμό ανεπτυγμένη δραστηριότητά του. Ανώτερος χρημάτων, όχι μόνο δεν επωφελήθηκε προνομίων που αυτό το αξίωμα του αφειδώς κατά την ταραχώδη εκείνη εποχή του παρείχε για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, αλλά έφυγε από το Νομό μας φτωχότερος από ότι ήρθε.
Μητροπολίτης Αντώνιος
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΓΡΑΦΙΑ (Σελίδα: 216)
Εξέφρασα στον Φρούραρχο την λύπη και την απορία μου για το ότι η Γερμανική Διοίκηση έδινε προσοχή και πίστη στην ανωνυμογραφία και κατάπληκτος πληροφορήθηκα από τον ίδιο ότι οι μεγαλύτερες επιτυχίες της γερμανικής Μυστικής Υπηρεσίας στην Ελλάδα που έφεραν σε φως μεγάλης σημασίας για τους Γερμανούς μυστικά και απόρρητα, ιδίως στην Αθήνα, οφείλονταν στην ανωνυμογραφία και ότι πουθενά αλλού περισσότερο από την Ελλάδα και με τόσο καλά για αυτούς αποτελέσματα δεν παρατηρούνταν αυτή η “μέθοδος της καταδόσεως” όπως την ονόμασε. Αίσθημα ντροπής με κατέλαβε σε αυτή την έξαρση των… προσόντων μας από μέρους τους.
Ο Μητροπολίτης Αντώνιος προσχωρεί στο ΕΑΜ – ΕΛΛΑΣ (Κεφάλαιο 23)
Στις 23 Μαρτίου ο Μητροπολίτης Αντώνιος εγκαταλείπει την επισκοπή και προσχωρεί στον ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ.
Στις 25 Μαρτίου η εφημερίδα “Πατρίς” δημοσιεύει άρθρο κεραυνό του Μητροπολίτη Αντωνίου, επαναστατικού περιεχομένου.
Ο Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής Πύργου απειλεί το Νομάρχη.
Κατόπιν διαταγής του Στρατηγείου δίνεται εντολή να γίνει έλεγχος στις οικίες Νομάρχη, Δήμαρχου και Επισκοπής και, σε περίπτωση εύρεσης ελάχιστου υπόπτου ή ενοχοποιητικών στοιχείων, σύλληψη και παραπομπή στο Στρατοδικείο.
Σύλληψη Ιερέων της Μητρόπολης.
Η έρευνα σταμάτησε, δεν βρέθηκε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Διαταγή να παύσει η έκδοση της “Πατρίδος” και να συλληφθεί ο Διευθυντής της γιατί δημοσίευσε το άρθρο του Μητροπολίτου που ήταν επαναστατικού αγώνα και στρεφόταν εναντίον των Γερμανών. Μετά από συνεχείς παρακλήσεις του Δημάρχου και δικαιολογίες για τον Διευθυντή της εφημερίας Λεωνίδα Βαρουξή, επανακυκλοφορεί η “Πατρίς” στις 5 Απριλίου μετά από επταήμερη διακοπή.
Η ΟΠΛΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΖΕΙ ΔΥΟ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ (Σελίδα: 341)
Κατά τις 10 το πρωί, Κυριακή 4 Ιουνίου, μετά τη Θεία Λειτουργία φτάνοντας στην πλατεία άκουσα συγκεχυμένες πληροφορίες, ότι δηλαδή έξω από την πόλη στο δρόμο προς Τριφυλία έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί και ότι αντάρτες είχαν επιτεθεί σε μια ομάδα από Γερμανούς στρατιώτες και τους είχαν σκοτώσει. Πήρα βιαστικά το δρόμο προς το Δημαρχείο, για να επικοινωνήσω με το Γερμανό Διοικητή ή το Φρούραρχο.
Λίγο πριν φτάσω στο Δημαρχείο πέρασαν από μπροστά μου, με ανεπτυγμένη ταχύτητα, δυο Γερμανικά τζιπ γεμάτα στρατιώτες και μετά από λίγα λεπτά της ώρας ένα τρίτο τζιπ στάθηκε δίπλα μου. Μέσα ήταν ο υπολοχαγός Μπουλκ, Διοικητής της στρατιωτικής μονάδας που είχε εγκατασταθεί στον Άγιο Ιωάννη με έναν ανθυπασπιστή.
– Κύριε Δήμαρχε, μου είπε καταγανακτισμένος, τώρα βάλατε χέρι και στους δικούς μου στρατιώτες, αλλά εγώ δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Χειρονομούσε απειλητικά με τρόπο που μου ενέτεινε την σύγχυση και την αγωνία, γιατί αντιπροσώπευε με υποδειγματικό τρόπο τον, με ευγενική πάντοτε έκφραση, αξιοπρεπή και πολιτισμένο Αυστριακό αξιωματικό που ξεχώριζε από τους Γερμανούς συναδέλφους του και για αυτό φοβήθηκα πως η πληροφορία που μου έδωσαν πριν από λίγη ώρα ότι είχαν σκοτώσει πολλούς ή και μερικούς Γερμανούς ήταν σωστή.
Μητροπολίτης Αντώνιος - Πρόεδρος ΕΑΜ Πελοποννήσου
ΝΟΥΡ ΤΣΒΑΙ….= ΜΟΝΟΝ….ΔΥΟ? (Σελίδα: 342)
Ξέπνοα και με τρεμάμενη φωνή τον ρώτησα:
– Τι συμβαίνει;
– Έξω από την πόλη σας, μου απαντά με αγριεμένο ύφος, μου πληγώσατε δύο άνδρες μου. Αμέσως συνήλθα. Ανακουφίστηκα και ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Αλλά μέσα στη ταραχή μου χάνοντας τον έλεγχο των σκέψεών μου μου ξέφυγε η λέξη “Ν ο υ ρ “.
– Εντούτοις, μου απαντά γεμάτος οργή, έτσι μας δολοφονείτε. Πηγαίνω στο Νοσοκομείο, έστειλα εκεί τους τραυματίες.
– Θα μου επιτρέψετε να σας συνοδεύσω; Τον ρωτώ, αλλά χωρίς να μου δώσει απάντηση, είτε γιατί δεν άκουσε είτε ότι προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε, συνέχισε προς τα εκεί τον δρόμο με το τζιπ. Βιάστηκα και εγώ να τον ακολουθήσω πεζός γεμάτος αδημονία να δω σε ποια κατάσταση βρίσκονταν οι τραυματισμένοι, γιατί από την σοβαρότητά της θα εξαρτιόταν κατά μεγάλο μέρος η σοβαρότητα της δικής μας καταστάσεως που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Φθάνοντας στο Νοσοκομείο πληροφορήθηκα από τον χειρουργό μακαρίτη Κ.Παπαϊωάνου ότι τα τραύματα δεν ήσαν πολύ σοβαρά. Ο Μπουκλ είχε επισκεφθεί εν τω μεταξύ τους τραυματίες και, με διερμηνέα εμένα, ζήτησε πληροφορίες από τον γιατρό και εάν ενδείκνυται, λόγω των τραυμάτων, η μεταφορά τους στην Αθήνα, πράγμα που ο γιατρός δεν απέκλεισε.
Με κάποια ανακούφιση άκουσα τα καθέκαστα, όμως έπρεπε να εξακριβώσω τις προθέσεις του Μπουκλ. Του πρότεινα να του προσφέρω καφέ “για να συνέλθουμε από την ταραχή, αφού δεν είναι τίποτα σοβαρό για τους άνδρες σας”. Δέχθηκε την πρότασή μου αμίλητος όπως και σκυθρωπός και αμίλητος παρέμεινε καθ’ όλο το λίγο διάστημα που χρειάσθηκε μέχρι να φθάσουμε με το τζιπ στο καφενείο της κεντρικής πλατείας “Κέντρον”.
– Δόξα Σοι ο Θεός, είπα, που δεν έπαθαν τίποτε το σοβαρό οι άνδρες σας. Με σκληρό βλέμμα χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και με μια απειλητική γκριμάτσα προειδοποίησε:
– Θα αξιώσω να επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις για να ικανοποιηθούν οι στρατιώτες μου και οι συνάδελφοί τους, γιατί αποτελεί εγκληματική αδιαφορία να αφήνουμε, κ. Δήμαρχε, ατιμώρητους τους δολοφόνους των ανδρών μας.
– Στους δολοφόνους αξίζει κάθε τιμωρία, του είπα σε φιλικό τόνο, αλλά αν θελήσετε να εφαρμόσετε αντίποινα θα τα υποστούμε εμείς οι αθώοι, οι ανίδεοι, οι αμέτοχοι της ευθύνης. Και αυτό επιδιώκουν οι δολοφόνοι. Ξέρουν καλά ότι με το να τραυματίσουν ή και να σκοτώσουν ένα, δύο ή και περισσότερους στρατιώτες σας, δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και δεν μπορούν να επηρεάσουν την όλη πολεμική διαμάχη, αλλά το κάνουν για να αναγκασθεί ο κόσμος να ξεσηκωθεί, προκειμένου να αποφύγει τις δικές σας κυρώσεις, τις τιμωρίες και τα αντίποινα και να προσχωρήσει σε αυτούς για να πληθύνει τις τάξεις τους. Και έτσι θα τον μεταβάλουν και αυτόν σε δολοφόνο σας. Τι να έλεγα;
– Προτιμότερο αυτό, να πάτε όλοι στα βουνά και να σας αντιμετωπίζουμε όλους σαν εχθρούς, παρά να κάθεστε στις πόλεις, να σας θεωρούμε φίλους και να μας δολοφονείτε μέσα στα τα σπίτια μας.
Έβλεπα ότι κάθε προσπάθειά μου να τον μαλακώσω δεν έφερε αποτέλεσμα. Ήλθε ένας ανθυπασπιστής και του ανέφερε ότι στην περιοχή που έγινε ο τραυματισμός συνέλαβαν δύο υπόπτους και τους είχαν απομονώσει. Του έδωσε εντολή να αναπτύξει καθένας τους πρωτοβουλία, να χτενίσουν καλά όλη την περιοχή και να συλλάβουν όλους όσους βρούνε.
Η στάση του σαν Αυστριακού αξιωματικού με εξέπληξε. Μετά το καφέ με χαιρέτησε και έφυγε σκαιός και δύσθυμος. Πήγα αμέσως στη Στρατιωτική Διοίκηση με σκοπό να να προσπαθήσω να έρθω σε επαφή με τον Οσάνν. Εκεί με πληροφόρησε ο Κόλμαν πως ο κ. Συνταγματάρχης έλαβε γνώση του γεγονότος και βρίσκεται στο δρόμο προς τον Πύργο.
Εν τω μεταξύ κυκλοφόρησε σε όλη την πόλη η είδηση του τραυματισμού και μάλιστα πήρε τραγικές διαστάσεις, σε τρόπο που η εμφάνισή μου στους δρόμους έγινε αφορμή να κατακλύζομαι από ομάδες συμπολιτών μου που αγωνιούσαν να μάθουν τι έγινε, πώς έγινε και, το κυριότερο, τι θα γίνει. Τους έδινα σχετικές πληροφορίες, διαψεύδοντας τις αχαλίνωτες διαδόσεις προσπαθώντας έτσι να αναχαιτίσω κάπως τον πανικό που τους είχε κυριεύσει. Σε κάποια στιγμή πληροφορήθηκα πως οι Γερμανοί είχαν συλλάβει και είχαν μεταφέρει στο Γυμνάσιο Αρρένων, ένα τμήμα του ισογείου του οποίου είχαν μεταβάλλει σε απομονωτήριο, όπως το έλεγαν, πολλούς συμπολίτες μου.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΘΕΑΜΑ (Σελίδα: 345)
Αναστατωμένος έφτασα εκεί, μουσκεμένος στον ιδρώτα από την αγωνία και την καυτή ζέστη του Ιουνίου και βρέθηκα ξαφνικά σε ένα φρικτό θέαμα: Είδα ξαπλωμένα κατάχαμα δυο άγνωστα μου άτομα σε χωριστά συνεχόμενα δωμάτια, που τα φρουρούσε ένας Γερμανός σκοπός στημένος στην μεσαία πόρτα. Όταν πλησίασα και διαπίστωσα σε ποια αξιοθρήνητη κατάσταση βρίσκονταν, ένα αίσθημα φρίκης, απελπισίας αλλά και αγανακτήσεως με συνεπήρε. Αναστέναζαν και βογκούσαν απεγνωσμένα. Δεν ήταν σε θέση να μιλήσουν και να μου δώσουν τις πληροφορίες που τους ζητούσα για την κατάστασή τους. Χλωμοί, τρομαγμένοι, με ύφος θλιμμένο, ικετευτικό, με κοιτούσαν με ένα δακρυσμένο βλέμμα γεμάτο απελπισία και οδύνη που παρουσίαζε κάτι το τραγικό. Με λύσσα ο κατακτητής είχε αφήσει όλο το μίσος του να ξεσπάσει πάνω τους. Τους βασάνισε σκληρά με τα πιο απάνθρωπα μέσα. Η βαριά μπότα του τους είχε ποδοπατήσει μέχρι αναισθησίας. Τα καταματωμένα από τον ανελέητο ξυλοδαρμό και παραμορφωμένα από το πρήξιμο και τις διάχυτες εκχυμώσεις πρόσωπά τους έδειχναν τα ίχνη των παθημάτων τους. Ήσαν οι δυο ύποπτοι που ανέφερε στο καφενείο ο ανθυπασπιστής στον Διοικητή του. Οι δύο αδελφοί, Διονύσιος και Γεώργιος Πανταζόπουλοι (1) (όπως κατόπιν έμαθα), από το κοντινό χωριό Κολίρι που έμεναν στο κτήμα τους, κοντά στο μέρος που έγινε ο τραυματισμός των Γερμανών. Άνθρωποι φιλήσυχοι, φιλόνομοι, εργατικοί, αγαπητοί σε όλη την περιοχή, χωρίς καμιά ανάμιξη σε οργανώσεις και παρανομίες και, φυσικά, ξένοι προς το γεγονός. Διέφυγαν την άμεση επί τόπου εκτέλεση, όπως στη συνέχεια αποδείχθηκε, λόγω του ότι οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν να λάβουν από τους ίδιους περισσότερες πληροφορίες για τον τραυματισμό των στρατιωτών τους. Σε σχετική ερώτησή μου στο σκοπό, μου απάντησε πως είχε διαταγή να τους φρουρεί. Έφυγα από εκεί με βαριά την καρδιά και χρειάσθηκε κατόπιν να καταβάλω τεράστιες προσπάθειες στον Διοικητή Μπουκλ, ώστε να τον πείσω να διατάξει τη μεταφορά τους στο Νοσοκομείο για περίθαλψη, με το δικαιολογητικό ότι ήταν τελείως αμέτοχοι στον τραυματισμό των στρατιωτών του. Το τελευταίο δεν τον ικανοποίησε. Ισχυριζόταν ότι και αν τυχόν δεν ήταν οι ίδιοι συνεργοί, ασφαλώς όμως θα είδαν και θα γνώριζαν αυτούς, αφού συνελήφθησαν κοντά στο μέρος που έγινε ο τραυματισμός των Στρατιωτών του, και θα έπρεπε να τους καταδώσουν.
-Έχουμε δραστικούς και αποτελεσματικούς τρόπους που θα τους εφαρμόσουμε για να τους κάμουμε να μιλήσουν, αφού αντιστέκονται στην καλοσύνη!!! Είπε με αυταρχικό ύφος.
Εν τω μεταξύ πληροφορήθηκα τα εξής σχετικά με το επεισόδιο και τον τραυματισμό των Γερμανών στρατιωτών. Οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει φυλάκιο με λίγους στρατιώτες, στους λόφους δίπλα στον ποταμό Αλφειό, προς το μέρος της κωμόπολης Επιτάλιο, που το τροφοδοτούσε το στρατιωτικό τμήμα Αγίου Ιωάννη, στέλνοντάς του τα χρειώδη με τη συνοδεία 2-3 στρατιωτών του. Το πρωί λοιπόν της 4 Ιουνίου άντρες της ΟΠΛΑ που είχαν κρυφτεί κοντά στον ποταμό Αλφειό, περίπου 3 χιλιόμετρα μακριά από τον Πύργο, περίμεναν τους Γερμανούς που θα επιβιβάζονταν στη βάρκα με τα τρόφιμα για να τους διεκπεραιώσει στην απέναντι όχθη (εκείνη την εποχή δεν είχε γίνει ακόμα η γέφυρα), τους πυροβόλησαν και τραυμάτισαν τους δύο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί όλη αυτή η κρίσιμη κατάσταση.
*(1) Aδέρφια Τσιγαρίδα
ΚΑΥΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ (Σελίδες: 346,347)
Και τώρα ετίθετο καυτό το ερώτημα: Πώς θα αντιδρούσε ο Οσάνν στη νέα περίπτωση; Η ρητή ειδοποίησή του που δημοσιεύθηκε στην “ΠΑΤΡΙΔΑ” στις 22 Μαρτίου μιλούσε ξεκάθαρα: “Δηλώνω με όλη την βεβαιότητα ότι αυτή η επιείκειά μου θα είναι η τελευταία (πυροβολισμός Γερμανού στρατιώτη στη Γαστούνη, χωρίς τραυματισμό)”. Αλλά ακόμα και σε ωμή προειδοποίηση που μου έδωσε για το φόνο του Γερμανού ταγματάρχη ότι: “Πρέπει να πληροφορηθεί από εσάς η Πόλη ότι εξάντλησα όλα τα όρια της επιείκειάς μου και ότι εις το εξής η ελαχίστη εις βάρος μας ενέργεια σας θα αντιμετωπισθεί με αυστηρότατες κυρώσεις χωρίς καμιά υποχώρηση.” Προδίκαζε το κρίσιμο της καταστάσεως και βασάνιζε την σκέψη μου μήπως έχει ξεχειλίσει το ποτήρι της υπομονής του… οπότε; Μαζί με όλα αυτά αντιμετωπίζαμε και τα δύο πρόσθετα δεδομένα που βάρυναν δυσμενώς την περίπτωσή μας. Το πρώτο ήταν η φοβερή ανακοίνωση του Ανωτάτου Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητού Ελλάδος που γνωστοποιήθηκε ευρύτατα από τον τύπο και πρόδιδε την αγριότητα των μεθόδων του κατακτητή ότι “Για κάθε τραυματιζόμενο Γερμανό Στρατιώτη θα τυφεκίζονται 10 Έλληνες” και το δεύτερο ήταν η προειλημμένη σκληρή απόφαση του Μπουλκ, που με πικρόχολο θυμό δήλωσε απειλητικά: “Θα αξιώσω να επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις”.
Συζήτηση με τον Οσάνν (Σελίδες: 347,348)
Το απόγευμα πληροφορήθηκα ότι ο Οσάνν βρισκόταν στη Γερμανική Διοίκηση. Με βαριά την καρδιά, αλλά με ακόμα βαρύτερη τη συναίσθηση της αποστολής μου, κατευθύνθηκα βιαστικά προς τα εκεί.
– Όπως βλέπετε, αγαπητέ μου κ. Δήμαρχε, οι συμπολίτες σας εξακολουθούν να δημιουργούν τρομερές καταστάσεις εις βάρος μας, παρά ότι θα έπρεπε, όπως περίμενα, να εκτιμήσετε την επιείκειά μου που ιδιαίτερα (τόνισε με έμφαση τη λέξη) επέδειξα για την Πόλη σας. Και απορώ συνέχισε, πώς, ενώ ξέρουν ότι τα αντίμετρα που είμαι υποχρεωμένος να αντιτάξω θα έχουν θλιβερές για για σας επιπτώσεις -γιατί, όπως λέμε, απάνθρωπες πράξεις μόνο με όμοιες αντισταθμίζονται- (Σ.σ. το δικό μας: “Πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται”) δεν υπολογίζουν τις συνέπειες των εγκληματικών τους πράξεων.
-Κύριε Συνταγματάρχα, του απάντησα, επανέρχομαι για άλλη μια φορά σε αυτά που πολλές φορές συζητήσαμε και που ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, στο ότι δηλαδή τις ανεπιθύμητες αυτές καταστάσεις σαν τη σημερινή, τις δημιουργούν αναρχικά στοιχεία που δρουν εκ του αφανούς με τον απώτερο σατανικό σκοπό τα αντίμετρα, που προτίθεστε να αντιτάξετε, να τα υποστεί η εθνικόφρων παράταξη που αντιτίθεται στις επιδιώξεις τους και προς την οποία, για το λόγο αυτόν, τρέφουν άσβεστο μίσος. Γι’ αυτό, παρόλο που ξέρω πως έχετε εξαντλήσει την επιείκειά σας σε τόσα προηγούμενα που δημιουργήθηκαν, επιχειρώ και αυτή τη φορά και σας ικετεύω να τύχουμε της συγνώμης σας.
Ο παριστάμενος Ανθυπολοχαγός Κόλμαν που είχε αντικαταστήσει το λοχαγό Φουνκ, παρακολουθούσε σιωπηλός την συζήτησή μας. Σε λίγο ο Μπουκλ φαινόταν φανερά εκνευρισμένος. Ο Οσάνν του ζήτησε πληροφορίες σε ποια κατάσταση βρίσκονταν οι τραυματίες στρατιώτες και του απάντησε ότι ήταν εκτός κινδύνου. Έπρεπε να τους αφήσω μόνους. Σηκώθηκα και παρακάλεσα τον Οσάνν να τον φιλοξενήσω το βράδυ στο σπίτι μου. “Ίσως, μου είπε, εφόσον θα χρειασθεί να μείνω εδώ”.
Καφέ στο σπίτι (Σελίδα: 349)
Σε λίγη ώρα διέκρινα τον Οσάνν να βγαίνει από τη Στρατιωτική Διοίκηση ακολουθούμενος από τον Μπουκλ και τον Κόλμαν.
– Έρχομαι, του λέγω, να σας παρακαλέσω και πάλι να δεχθήτε να σας φιλοξενήσω απόψε εδώ.
– Πρέπει να επιστρέψω στην Κάτω Αχαΐα, μου απάντησε σε ήρεμο τόνο.
– Τουλάχιστον να σας προσφέρω ένα καφέ. Το καλεί η ώρα. Κοίταξε το ωρολόγιο του.
– Πάμε, λέει στους αξιωματικούς, να χαιρετήσω και την οικογένεια του κ. Δημάρχου.
Ήταν ένα ευχάριστο σημάδι. Ευγενής και πρόσχαρος στους οικείους μου δεν έδειχνε κατά τη διάρκεια του καφέ πως τον ενοχλούσε κάτι το σοβαρό.
– Άκουσα προ ολίγου υπαινιγμούς από τους αξιωματικούς μου ότι η επιείκειά μου αποθράσυνε τους “μπαντίτεν” σε σημείο να μη μας υπολογίζουν πλέον. Εκλαμβάνουν όπως και άλλοτε σας είπα, την επιείκειά μας ως αδυναμία για αυτό.
– Τουναντίον, του αντέτεινα, η επιείκεια που μέχρι τώρα δείξατε τους αποθάρρυνε γιατί δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν .
Σε μια στιγμή, αφού κοιτάχτηκαν φευγαλέα με τον Μπουκλ, λέγει κάπως αμήχανα σαν να αμφιταλαντευόταν για αυτό που θα έλεγε.
– Τι λέγει ο κ. Μπουκλ;
– Τον λόγο έχει ο κ. Συνταγματάρχης, απαντά αυτός.
Τότε παρεμβαίνω απότομα γελώντας για να δημιουργήσω μια κάποια χαρούμενη ατμόσφαιρα: “Χαίρομαι που ο κ. υπολοχαγός δεν έχει κακές προθέσεις εναντίον μας, τον ευχαριστώ”.
Φανερά έκπληκτος ο Μπουκλ διαμαρτύρεται στυλώνοντας τα μάτια του επάνω μου.
– Πώς το καταλάβατε; Δεν είπα κάτι τέτοιο.
– Μα αν είχατε θα το λέγατε στην ερώτηση που σας έκαμε ο κ. Συνταγματάρχης. Άρα…
Θα τα παραβλέψω… (Σελίδα: 351)
Μετά τις θερμές ευχαριστίες που μας εξεδήλωσαν όλοι τους για τον καφέ και τα σχετικά που τον συνόδευαν, τους ακολούθησα για να κατευοδώσουμε τον Οσάνν. Κυριαρχούσα φροντίδα μου ήταν να εξακριβώσω τους σκοπούς του.
Έτσι φθάσαμε σε λίγο έξω από την Γερμανική Διοίκηση. Δύο τζιπ περί, ήταν γεμάτα με οπλισμένους στρατιώτες. Στάθηκε στο μπροστινό. Με μιας η μορφή του σοβάρεψε. Χαιρέτησε στρατιωτικά τους αξιωματικούς του. Μια βασανιστική αγωνία με κυρίευσε περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να μιλήσει κάτι για το φλέγον ζήτημά μας, που τώρα πια το ένοιωθα να με… καίει. Στύλωσε το βλέμμα του στο δικό μου δίνοντάς μου το χέρι.
– Και αυτή τη φορά θα τα παραβλέψω, αλλά να εύχεστε να είναι η τελευταία, αγαπητέ μου φίλε, είπε με σοβαρό ύφος. Εις το επανιδείν. Ανάσανα βαθιά. Μια απέραντη ανακούφιση ένοιωσα να με κατακλύζει.
Τον ευχαρίστησα θερμά για την ατέλειωτη μεγαλοψυχία του και του ευχήθηκα καλήν αντάμωση. Δεν παρέλειψα να ευχαριστήσω και τον Μπουκλ για την κατανόηση που, όπως είπα, έδειξε, ακόμη δε και τον Κόλμαν για την συμπαράστασή του. Μου ανταπέδωσαν τις ευχαριστίες μου με κάποιο πικρό χαμόγελο που φάνηκε στο συσπασμένο πρόσωπό τους…
Ο Άγιος Χαράλαμπος βοήθησε (Σελίδα: 352)
Βγήκα στην πόλη να ενημερώσω και να καθησυχάσω τους θορυβημένους συμπολίτες μου. Τους μετέδωσα την χαρά μου και όλοι μας δοξάσαμε τον προστάτη μας Άγιο Χαράλαμπο που βοήθησε να απαλλαγούμε από μια ακόμη διαδικασία.
Οι συλληφθέντες αδελφοί Πανταζόπουλοι που μεταφέρθηκαν σε αξιοθρήνητη κατάσταση στο Νοσοκομείο, χρειάσθηκε να παραμείνουν εκεί περισσότερο από ένα μήνα, έως ότου αποκαταστάθηκαν οι σωματικές τους βλάβες. Ο ένας εξ’ αυτών, ο Γιώργος, ζει και διαμένει στο ίδιο μέρος, όπου διέμενε και τότε που συνέβη το γεγονός που περιέγραψα, με τον προ τριετίας αποθανόντα αδελφόν του Διονύσιο, στο σπίτι τους λίγο προ της γέφυρας Αλφειού. “Θα σε ευγνωμονούμε και στην άλλη ζωή”, μου γράφουν σε ένα γράμμα που έχω στο αρχείο μου.
Οι Γερμανοί αποχωρούν από την Ηλεία (Σελίδα: 367)
Τις απογευματινές ώρες της 1ης Σεπτεμβρίου 1944 ο Διοικητής των ταγμάτων ασφαλείας Γ. Κοκκώνης και ο Διοικητής Χωροφυλακής Δημ. Καμάρης εκλήθησαν στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση και τους έγινε γνωστό ότι, κατά τη διάρκεια της νυκτός της 1ης προς την 2αν Σεπτεμβρίου, η Γερμανική δύναμη Πύργου από 250 περίπου άνδρες όπως και η μικρότερη του κοντινού χωριού “Άγιος Ιωάννης”, θα αποχωρήσουν με κατεύθυνση την Πάτρα και ότι έπρεπε μαζί με τους Γερμανούς να αναχωρήσει τόσον η δύναμη των Ταγμάτων Ασφαλείας όσον και της Χωροφυλακής. Την ίδια περίπου ώρα ελήφθη και διαταγή του Συνταγματάρχου Κουρκουλάκου προς το Τάγμα Ασφαλείας και τη Χωροφυλακή να συμμορφωθούν με την διαταγή των Γερμανών και να εγκαταλείψουν τον Πύργο. Ώρα αναχωρήσεως ορίσθηκε υπό των Γερμανών η 1η μετά τα μεσάνυχτα. Οι Κοκκώνης και Καμάρης αποχώρησαν από τους Γερμανούς χωρίς να φέρουν σε αυτούς αντίρρηση και κάλεσαν αμέσως συγκέντρωση όλων των αξιωματικών τους, όπου κατέληξαν στην ομόφωνη απόφαση να μην ακολουθήσουν τους Γερμανούς αλλά να παραμείνουν στην Πόλη. Η απόφασή τους ισοδυναμούσε με ανυπακοή και άρνηση υπηρεσίας, συνεπάγετο δε σοβαρότατους κινδύνους εκ μέρους των Γερμανών. Για αυτό το λόγο προσποιήθηκαν στους Γερμανούς πως θα συμμορφώνονταν με τη διαταγή που έλαβαν και ότι θα τους ακολουθούσαν, αλλά όχι προ της 6ης πρωινής της επομένης.
Ο Οσάνν αποχωρεί από τον Πύργο (Σελίδες: 368,369)
Ο Οσάνν ήλθε στο σπίτι. Ήταν πολύ βιαστικός και ανήσυχος και φαινόταν πως κατεχόταν από κάποια αγωνία που προσπαθούσε να την κρύψει μέσα σε ένα αινιγματικό χαμόγελο. Με μια θερμή χειραψία μας αποχαιρέτησε και μας ευχαρίστησε για την φιλοξενία που ένοιωσε κοντά μας. Κοιτάζοντάς με δε σταθερά και σφίγγοντας μου το χέρι, προτού ξεκινήσει το τζιπ που τον μετέφερε, μου είπε με βαριά φωνή: “Ίσως να μην ιδωθούμε ποτέ πλέον. Φεύγοντας σας ευχαριστώ πολύ, γιατί με τη στάση σας με αποτρέψατε να κάμω κακό στον Τόπο σας”.
Έτσι παρέμεινε εδώ ο Φρούραρχος Τιτζ με λίγους άνδρες και με τους διερμηνείς του Φρουραρχείου, που ασχολούνταν με τη συσκευασία του υλικού του φρουραρχείου.
Μετά την αποχώρηση της κυρίας δυνάμεως των Γερμανών συνεστήθη η Εθνική Πολιτική Οργάνωσις Πύργου Ε.Π.Ο., αποτελούμενη αρχικώς από τους αείμνηστους δικηγόρους Παύλον Λιαρόπουλον, Δημήτριον Καλογερόπουλον και Ιωάννην Πετρόπουλον και τους Ιωάννην Δαββέταν, Επιθεωρητή θεολογίας Μ.Ε., Λάκην Βαβάλην, Γεώργιο Γουσέτην και Δημήτριον Στροφύλλαν και την επομένη 3 Σεπτεμβρίου πραγματοποίησε στις 10 1/2 το πρωί επιβλητική συγκέντρωση στο κινηματοθέατρον “ΠΑΝΘΕΟΝ” όπου μετά την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου ομίλησαν οι Ιω. Πετρόπουλος, Ιω. Δαββέτας και Γεωρ. Γουσέτης, ο τελευταίος εκ μέρους της Εθνικής Νεολαίας, και κάλεσαν τον λαό να αγωνισθούν για την υπεράσπιση των εθνικών ιδεωδών. Η συγκέντρωση έκλεισε με την εγγραφή πολλών συμπολιτών στην Οργάνωση. Μια ασυνήθιστη όμως νευρική υπερένταση είχε καταλάβει τον κόσμο από μια έντονη προαίσθηση ότι κάποιο κακό θα ακολουθούσε.
Διονύσιος Πανταζόπουλος
Γεώργιος Πανταζόπουλος
Πύργος, η πρώτη Πελοποννησιακή Πόλη που απελευθερώθηκε (Σελίδες: 371,372)
Παρόλο που η μεγάλη ημέρα της απελευθέρωσης της πόλης μας από τον κατακτητή -μεμονωμένα τμήματά του δεν είχαν ακόμη εγκαταλείψει το Νομό μας και αποχώρησαν σταδιακά- πανηγυρίστηκε, όπως αναμενόταν, από όλες τις τάξεις και παρατάξεις με εθνική έξαρση και πρωτοφανή ενθουσιασμό, εντούτοις στα φωτεινά χαμόγελα όλων διέκρινε κανείς μια μια κάποια ανησυχία να υποβόσκει και, ακόμη από τους πιο αισιόδοξους, ετίθεντο πότε σιγά και πότε μεγαλόφωνα τα ανησυχητικά: “Τώρα που μείναμε μόνοι μας τι θα επακολουθήσει; Μήπως αλληλοφαγωθούμε; Η Κυβέρνηση Καΐρου είχε ζητήσει την άμεση διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και την παράδοση του οπλισμού τους. Πολλοί όμως ήσαν αυτοί που υποστήριζαν πως αν αυτό πραγματοποιείτο θα βρίσκονταν όλοι έρμαια στη διάθεση των ανταρτών. Εάν πάλι το Τάγμα δεν πειθαρχούσε στην εντολή της κυβερνήσεως του Καΐρου, για να αποφευχθεί το “αλληλοφάγωμα” θα έπρεπε να επιδιωχθεί και να πραγματοποιηθεί κάποια συνεννόηση των ηγετικών στελεχών του Τάγματος αφενός και του ΕΛΛΑΣ αφετέρου, και προς τον σκοπό αυτό ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία ο Διοικητής Χωροφυλακής Καμάρης, με την έγκριση βέβαια του Κοκκώνη.
Έτσι, μια επιτροπή από τους Νάκην Αυγερινόν, δικηγόρο και μετέπειτα βουλευτή, Αργύριον Μιχαλόπουλον, γιατρό και κατόπιν Δήμαρχο και Τάκην Χριστακόπουλον, έμπορο, συναντήθηκε με τους ολίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη μας, επί κεφαλής των ανταρτικών δυνάμεων και τους μετέφερε τις προτάσεις των Κοκκώνη και Καμάρη και ήσαν οι εξής: Nα παραμείνουν οι ανταρτικές ομάδες έξω από την Πόλη και να μην υπερβούν τη γραμμή διαχωρισμού που είχε ορίσει ο Κοκκώνης, για να μην έλθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους εν αναμονή εκπροσώπων της κυβερνήσεως Καΐρου που αναμένονταν και στους οποίους θα πειθαρχούσαν. Οι επί κεφαλής των ανταρτικών δυνάμεων δεν εδέχθησαν τις προτάσεις. Απαιτούσαν την άμεση παράδοση της πόλεως καθώς και της δυνάμεως της Χωροφυλακής άνευ όρων, και έτσι η επιτροπή επανήλθε άπρακτη. Δεύτερη επιτροπή που εστάλη από τους Παντελή Βεργίνη, φαρμακοποιό, και Ευστάθιο Γκάβα, υπάλληλο Α.Σ.Ο., δεν έφερε καλύτερο αποτέλεσμα, παρόλο που οι επί κεφαλής των ανταρτών τελικά πρότειναν να αποχωρήσει η Χωροφυλακή και το Τάγμα προς την Πάτρα αφού όμως παραδώσει προηγουμένως τον οπλισμό στους αντάρτες, πράγμα που δεν αποδέχθηκε ο Κοκκώνης.
Και έτσι, αμέσως όταν ολοκληρώθηκε η αποχώρηση του κατακτητή από το Νομό μας άρχισε μια άλλη τραγωδία: Το αλληλοφάγωμα…
Πηγή ενημέρωσης: Οι Γερμανοί στην Ηλεία, Τάση Δ. Καζάζη, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας και Ωλένης, Πύργος 1977.
Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, από τους προγόνους τους, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν δύο φορές τους κατοίκους του χωριού, μία στον περίβολο χώρο του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου και μία στην κεντρική πλατεία για εκτέλεση, λόγω αντιποίνων (στο βιβλίο δεν αναφέρεται αυτό το συμβάν). Ταυτόχρονα έκαναν έλεγχο στα σπίτια για οπλισμό και πυρομαχικά ενώ παράλληλα πήραν οτιδήποτε χρυσό βρήκαν. Και στις δύο συνάξεις οι κάτοικοι σώθηκαν από ενέργειες του Αχιλλέα Μπαλοδήμου, προέδρου της Κοινότητας.
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ολιγομελές κλιμάκιο Γερμανών εγκαταστάθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στον Αλιά, στο εξωκλήσι του προφήτη Ηλία. Σκοπός τους ήταν οι σύλληψη ανταρτών, καθότι θεωρούταν πέρασμά τους η περιοχή. Κατά την εκεί παραμονή τους δεν πείραξαν κάτοικους του χωριού που έμεναν στα κτήματά τους.
Πηγή ενημέρωσης: Μαρτυρίες κατοίκων.